σημειωτέα

σημειωτέα
σημειωτέος
to be noted
neut nom/voc/acc pl
σημειωτέᾱ , σημειωτέος
to be noted
fem nom/voc/acc dual
σημειωτέᾱ , σημειωτέος
to be noted
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σημειωτέος — α, ο / σημειωτέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πρέπει να σημειωθεί νεοελλ. 1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση») 2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, ώνω + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”